Deutsche Bank: Δύσκολος ο δρόμος της καινοτομίας για την Ελλάδα

ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΜΕΛΕΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία είναι χώρες που βρίσκονται σε δημοσιονομική κρίση, που χρειάζεται να ενισχύσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητά τους, αλλά δεν μπορούν να υποτιμήσουν το νόμισμά τους.
Σε χώρες σαν αυτές, η καινοτομία θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην παραγωγικότητα, σε συνδυασμό με τις απαραίτητες γενικότερες δομικές μεταρρυθμίσεις, με ιδιωτικοποιήσεις, με βελτίωση των ειδικότερων συνθηκών που επηρεάζουν την καινοτομία, αλλά και με μέτρα που απλοποιούν και διευκολύνουν τη δημιουργία και εγκατάσταση εταιρειών υψηλής τεχνολογίας.


Αυτά αναφέρει σε έκθεσή της με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 2012 η Deutsche Bank, αναλύοντας το περιβάλλον που διαμορφώνεται σε κάθε μία εκ των τριών αυτών χωρών. Οι αναλυτές της DB τονίζουν ότι οι πολιτικές που προωθούν την καινοτομία έχουν μόνο θετικές επιπτώσεις σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα ενώ, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (FDI) θα μπορούσαν να συμβάλουν ώστε (και) η Ελλάδα να προσελκύσει όχι μόνο μοντέρνες τεχνολογίες αλλά και μεθόδους διοίκησης επιχειρήσεων.


Για να συμβεί αυτό, απαιτείται συνεκτική οικονομική στρατηγική, η οποία θα συμπεριλαμβάνει τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα και την υλοποίηση δομικών μεταρρυθμίσεων.


Τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα αποτελούν ένα μόνο μέρος όσων απαιτούνται για να ξεδιπλωθούν οι προοπτικές ανάπτυξης, με δεδομένο ότι οι καινοτομίες σε προϊόντα και διαδικασίες είναι το στοιχείο που επηρεάζει άμεσα και θετικά την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, επιτρέποντάς τους να αποσπάσουν μεγαλύτερα μερίδια της παγκόσμιας αγοράς. Επιπλέον, οι υψηλές δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D) συνδέονται άμεσα με την εταιρική επιτυχία και, εν τέλει, επιδρούν θετικά και σε όρους μακροοικονομίας, στην ανάπτυξη και στην συνολική παραγωγικότητα.


Ειδικά για την Ελλάδα, σχολιάζει η Deutsche Bank, είναι σημαντικό να «αρπάξει» τις ευκαιρίες που της προσφέρει η διεθνής βοήθεια και να ενθαρρύνει τη διάχυση σε ολόκληρη την οικονομία των θετικών επιπτώσεων που μπορούν να έχουν οι ξένες επενδύσεις.


Η Ελλάδα, ωστόσο, κατατάσσεται τελευταία στην τετραμηνιαία έκθεση της Ε.Ε. για την καινοτομία. Και -σε αντίθεση με την Πορτογαλία- δεν έχει παρουσιάσει αξιόλογη βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, οι δομές της οικονομίας της κυριαρχούνται από παραδοσιακούς τομείς παραγωγής (γεωργία, τουρισμός, ακτοπλοΐα) κι έτσι η μετάβαση προς μία οικονομία με πιο έντονα χαρακτηριστικά υψηλής τεχνολογίας ή υπηρεσιών έντασης γνώσης θα είναι ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος.


Σύμφωνα με την ίδια έκθεση της Ε.Ε., αναφέρει η DB, η Ελλάδα εμφανίζει μεγάλες αδυναμίες σε επίπεδο καινοτομίας και, επιπλέον, μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενες τεχνολογίες. Μία από τις αδυναμίες, είναι οι χαμηλές, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, δαπάνες για Έρευνα & Ανάπτυξη. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που διαμορφώνεται και σε εταιρικό επίπεδο και αντανακλάται στον χαμηλό αριθμό αιτήσεων για κατοχύρωση πατεντών. Πέραν αυτών, οι όποιες δαπάνες για R&D παραμένουν περιορισμένες σε λίγους κλάδους, όπως των ηλεκτρονικών ειδών, των υπηρεσιών πληροφορικής και των φαρμακευτικών ειδών. Οι τρεις αυτοί κλάδοι απορροφούν το 50% των δαπανών R&D στην Ελλάδα.


Επιπλέον, υπάρχουν περιορισμοί στη χρηματοδότηση της καινοτομίας και των νέων επιχειρήσεων, οι οποίοι έχουν ενταθεί λόγω της τρέχουσας κρίσης. Τα μέτρα ενίσχυσης της καινοτομίας στην Ελλάδα εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, η απορρόφηση των πόρων είναι αναποτελεσματική. Κάτι που καταδεικνύει ότι υπάρχουν λίγα μόνο projects που αξίζει να προωθηθούν.


Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπάρχουν και «δυνατά» σημεία όπως στον χώρο των επιστημών, κάτι που φαίνεται από τον αριθμό των δημοσιεύσεων στις μεγαλύτερες επιστημονικές επιθεωρήσεις. Όμως, ο αριθμός των ερευνητών ή των κατόχων διδακτορικών τίτλων είναι πολύ χαμηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επιπλέον, μία ματιά στα στοιχεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δείχνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή κατάσταση, αλλά την ίδια στιγμή βρίσκεται και πάλι πολύ πιο χαμηλά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε αποφοίτους πανεπιστημίου και σε δαπάνες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την εκπαίδευση. Και πλέον όλων αυτών, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δείχνει να αποτυγχάνει στην παροχή των εφοδίων και των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητα στην αγορά εργασίας.


Μεταξύ άλλων, οι αναλυτές της Deutsche Bank επισημαίνουν ότι, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η χαμηλή απορροφητικότητα των ευρωπαϊκών κονδυλίων οφείλεται σε δυσλειτουργίες του συστήματος δημόσιας διοίκησης, κάτι που καθιστά εκ νέου εμφανή την ανάγκη μεταρρυθμίσεων στον δημόσιο τομέα.


Στις χώρες που βρίσκονται σε κρίση είναι σημαντικό να ενισχυθεί η αγορά του venture capital, προσθέτει η DB, στην περίπτωση της Ελλάδας όμως η αγορά αυτή θα πρέπει να δημιουργηθεί εκ του μηδενός.


Συγκριτικά πλεονεκτήματα και περιθώρια καινοτομίας


Για να εντοπίσει κανείς τα περιθώρια καινοτομίας μιας χώρας, μπορεί να ξεκινήσεις από τους τομείς στους οποίους ειδικεύεται η εν λόγω οικονομία. Ένα επαρκώς αντιπροσωπευτικό μέτρο είναι η έννοια του RCA (Revealed Comparative Advantage) που αντανακλά τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μιας οικονομίας σε μεμονωμένες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών στη βάση των εμπορευματικών ροών (τιμή RCA άνω του 1 υποδηλώνει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα).


Στην Ελλάδα, αναφέρει η DB, υπάρχουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας (19,3), της παραγωγής καπνού (5,8) και στη γεωργία (3,7). Στο χώρο της μεταποίησης, η Ελλάδα έχει πλεονεκτήματα στους τομείς με τις χαμηλότερες τεχνολογικές απαιτήσεις, όπως η παραγωγή τροφίμων (2,6), η υφαντουργία (1,8), η επεξεργασία μετάλλων (1,8), οι εκτυπώσεις (1,5) και η παραγωγή ελαστικών και πλαστικών (1,3).


Ο κλάδος των χημικών και των φαρμακευτικών σκευασμάτων είναι ο μοναδικός κλάδος μέσης τεχνολογίας όπου η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα (1,16). Στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία απασχολούνται περίπου 13.000 εργαζόμενοι και η ειδίκευσή της αφορά γενόσημα. Η περιοχή της Αττικής κατατάσσεται 17η μεταξύ των πιο σημαντικών του κλάδου σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ η ελληνική εταιρεία Pharmathen βρέθηκε το 2010 στη λίστα R&D Scoreboard 2010 με τις 1.000 εταιρείες της Ευρώπης που παρουσιάζουν τις υψηλότερες δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη, σημειώνει η έκθεση της DB.


Από το 2003, οι υπηρεσίες μεταφορών αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών και έκτοτε αναπτύσσονται δυναμικά. Σε έρευνα του ΟΟΣΑ το 2007 η Ελλάδα κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση των χωρών με τα υψηλότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα, λόγω της σπουδαιότητας του μεγάλου στόλου τάνκερ που διαθέτει. Πέραν αυτού, οι θαλάσσιες οδοί από το λιμάνι του Πειραιά και γύρω από αυτό, καθιστούν την Ελλάδα μία από τις πιο σημαντικές χώρες παγκοσμίως για τις μεταφορές φορτίων και αγαθών. Όμως το λιμάνι του Πειραιά από το 2004 δεν έχει καταφέρει να βρεθεί μέσα στα πρώτα 50 λιμάνια του κόσμου με βάση τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων.




Γενικά, υπάρχει εντυπωσιακά μικρή διαφοροποίηση στις ελληνικές εξαγωγές, με τον τουρισμό να παραμένει ένα από τα βασικότερα συστατικά τους, αναφέρει η Deutsche Bank. Και τονίζει Για να αντιμετωπιστεί η ύφεση όσο πιο άμεσα γίνεται, σε περιπτώσεις όπως της Ελλάδας, θα πρέπει πρώτα να ενισχυθεί η καινοτομία στους παραδοσιακούς τομείς ειδίκευσης της οικονομίας.


Ως λύση, μέσα σε περιβάλλον δημοσιονομικής προσαρμογής, προτάσσεται η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων που κατά κανόνα δεν φέρνουν μαζί τους μόνο κεφάλαια, αλλά και νέες τεχνολογίες και σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα. Επιπλέον τονώνουν τον ανταγωνισμό και τείνουν έτσι να ευνοούνται και οι ήδη υπάρχουσες παραδοσιακές επιχειρήσεις.


Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι η Ελλάδα είναι από τις χώρες που «κυνηγούν» να καλύψουν κενά και στο επίπεδο των σύγχρονων μεθόδων management και, πιθανότατα, θα δυσκολευτεί να το πετύχει μόνο με τις δικές της δυνάμεις.


Επίσης, η Ελλάδα έχει ακόμα δρόμο να διανύσει και στην προσέλκυση FDI, καθώς ποτέ δεν αποτελούσε προτιμώμενο προορισμό για τα επενδυτικά κεφάλαια.


Η επιτυχία των πολιτικών ενίσχυσης της καινοτομίας είναι κρίσιμη για την βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, υπογραμμίζουν οι αναλυτές της Deutsche Bank. Χρειάζονται αλλαγές στην αγορά εργασίας, πέραν της μείωση του εργασιακού κόστους, και σε επίπεδο ευελιξίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι απαραίτητες για τη βελτίωση της λειτουργίας επιμέρους αγορών. Μεταρρυθμίσεις χρειάζονται σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο προκειμένου να καταπολεμηθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή, αλλά και για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα των αρχών.


Τέλος, το υπόβαθρο για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων πρέπει να βελτιωθεί στο σύνολό του. Ειδικά στην Ελλάδα, η δημιουργία μίας νέας επιχείρησης είναι διαδικασία χρονοβόρα και υψηλού κόστους. Και ένας από τους λόγους είναι οι διοικητικές απαιτήσεις.

ΠΗΓΗ: capital.gr (4/2/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου