Οι εξαγωγές της εξαθλίωσης


Του Παναγιώτη Σωτήρη

Πλάι στη μονίμως επαναλαμβανόμενη και εκνευριστικά ατεκμηρίωτη προπαγάνδα των τελευταίων μηνών για την υποτιθέμενη καταστροφή που θα έρθει εάν αποχωρήσουμε από το ευρώ και επιλέξουμε τη στάση πληρωμών σε ένα χρέος που είναι εμφανέστατα αδύνατο να αποπληρωθεί, το τελευταίο διάστημα γίνεται προσπάθεια να αρθρωθεί μια «αφήγηση» για την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η ελληνική οικονομία και κοινωνία.


Σύμφωνα με αυτή την «αφήγηση» η ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα εάν εφαρμόσει τα μέτρα που προβλέπονται στο Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο και τη νέα Δανειακή Σύμβαση, να μειώσει σημαντικά το κόστος εργασίας και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της. Αυτό θα οδηγήσει σε μια αύξηση των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων και κατά συνέπεια σε ένα νέο «ενάρετο κύκλο» ανάπτυξης και δημοσιονομικής σταθερότητας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο νέος γύρος πιέσεων δεν αφορά δημοσιονομικά μέτρα αλλά τη δραστική μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.

Μόνο που αυτή η αφήγηση παραβλέπει κρίσιμες πλευρές της πραγματικότητας. Το όποιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δεν είναι το κόστος εργασίας αλλά πρώτα και κύρια το ίδιο το ευρώ ως κοινό νόμισμα χωρών με άνιση παραγωγικότητα. Έπειτα όσο και εάν αυξηθούν οι εξαγωγές, δύσκολα μπορούν να υποκαταστήσουν τη δυναμική της εσωτερικής ζήτησης, η οποία συρρικνώνεται μέσα σε μια παρατεταμένη ύφεση. Και βέβαια, η εξαγωγική επίδοση που επιτυγχάνεται με μείωση του κόστους εργασίας έχει πάντα τον κίνδυνο πάντα να υπάρχουν άλλες χώρες που θα μπορούν να έχουν ακόμη πιο μικρό εργασιακό κόστος και άρα ο ανταγωνισμός με αυτές να οδηγεί σε ένα ατελείωτο κύκλο κοινωνικού ντάμπινγκ.

Άλλωστε, έχουμε εικόνες για το τι μπορεί να σημαίνει η προσπάθεια έμφασης πρωτίστως στον εξαγωγικό προσανατολισμό και την ανταγωνιστικότητα εργασίας. Τόσο το παράδειγμα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας όσο και οι χώρες του τέως σοβιετικού μπλοκ δείχνουν ότι αυτή η κατεύθυνση μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της σχετικής εξαθλίωσης, επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών, καταπάτηση δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Επιπλέον, όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι διαφημιστές της εξαγωγικής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα προφανώς και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις χώρες που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας μεταποίησης, ούτε αυτές που ελέγχουν την παραγωγή αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Άρα επιστρέφουμε στα «παραδοσιακά» εξαγόμενα ελληνικά προϊόντα, «τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αέρα». Ευτυχώς και για να μην αισθανθούμε ότι η μηχανή του χρόνου μάς γύρισε στη δεκαετία του 1960, δεν εννοούν μόνο τον τουρισμό αλλά και τις μεγάλες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Επομένως, το όραμα που διαγράφεται είναι μια χώρα με ριζικά μειωμένες αποδοχές (αλλά και κοινωνικές προσδοκίες...) των εργαζομένων, πλήρη απελευθέρωση της εργοδοτικής ασυδοσίας, άρση όλων των περιβαλλοντικών, πολεοδομικών και αρχαιολογικών περιορισμών στις επενδύσεις, μια χώρα που θα εξαρτάται ακόμη περισσότερο από τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας ζήτησης, στην οποία ακόμη και εάν επιτευχθεί αύξηση των εξαγωγών, η εισαγωγική διείσδυση θα μεγαλώνει ολοκληρώνοντας την αποδιάρθρωση ολόκληρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, μια χώρα που θα εξάγει ενέργεια, αλλά θα εισάγει ντομάτες και σκόρδα που κάποτε μπορεί να παράγονταν στα χωράφια που θα καταλαμβάνουν τα φωτοβολταϊκά.

Είναι προφανές ότι τόσο το όραμα που μας προτείνουν όσο και η διαδρομή περιλαμβάνουν τεράστιο κόστος με μικρό και υπό διακινδύνευση όφελος. Μπροστά σε μια εξελισσόμενη κοινωνική καταστροφή (ποιος θα περίμενε ότι το κεντρικό θέμα των εορτών θα ήταν τα συσσίτια;) οφείλουμε να σκεφτούμε με όρους ρήξης και όχι αναπαραγωγής νεοφιλελεύθερων συνταγών.
 

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέα της Λέσβου στις 11/01/2012)
ΠΗΓΗ: aristerovima.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου